- μεταμελούμαι
- και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, -έομαι) [μέλλω]1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.)2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει», Μηναί.)μσν.1. αλλάζω διάθεση ή διαγωγή απέναντι σε κάποιον2. (για τον Θεό) ευσπλαχνίζομαι, δείχνω έλεοςμσν.-αρχ.(σπαν. το ενεργ.) μεταμελῶ, -έωκάνω κάποιον να αλλάξει γνώμηαρχ.1. (το ενεργ. ως απρόσ.) (συν. με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μεταμέλει μοί τίνοςμετανοώ για κάτι (α. «νῡν τοίνυν ὑμῑν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων», Λυσ.β. «οὔτε νῡν μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ», Πλούτ.)2. (το ουδ. μτχ. μέλλ. ως ουσ.) το μεταμελησόμενονα) αυτό που πρόκειται να προξενήσει μετάνοιαβ) η μετάνοια, το μετάνιωμα.
Dictionary of Greek. 2013.