μεταμελούμαι

μεταμελούμαι
και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, -έομαι) [μέλλω]
1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.)
2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει», Μηναί.)
μσν.
1. αλλάζω διάθεση ή διαγωγή απέναντι σε κάποιον
2. (για τον Θεό) ευσπλαχνίζομαι, δείχνω έλεος
μσν.-αρχ.
(σπαν. το ενεργ.) μεταμελῶ, -έω
κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη
αρχ.
1. (το ενεργ. ως απρόσ.) (συν. με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μεταμέλει μοί τίνος
μετανοώ για κάτι (α. «νῡν τοίνυν ὑμῑν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων», Λυσ.
β. «οὔτε νῡν μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ», Πλούτ.)
2. (το ουδ. μτχ. μέλλ. ως ουσ.) το μεταμελησόμενον
α) αυτό που πρόκειται να προξενήσει μετάνοια
β) η μετάνοια, το μετάνιωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταμελούμαι — μεταμελούμαι, μεταμελήθηκα, μεταμελημένος βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεταμελούμαι — μεταμελήθηκα, μεταμελημένος, νιώθω άσχημα για ό,τι έκανα ή παράλειψα να κάνω, μετανιώνω: Γύρισε μεταμελημένη στον άντρα της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταμελοῦμαι — μεταμελέομαι feel repentance pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετανοώ — (ΑΜ μετανοῶ, έω) [νοώ] 1. αλλάζω γνώμη ή σκοπό («ηθέλησα τον πλάνον τον Έρωτα ν αφήσω, να κόψω τους δεσμούς του και να μετανοήσω», Χριστόπ.) 2. λυπάμαι για αμαρτίες που έκανα ή για καλές πράξεις που παρέλειψα να κάνω, μεταμελούμαι («μετανόησον… …   Dictionary of Greek

  • αλληλουίζω — [αλληλούια] 1. λέω άλλα λόγια από πριν, αλλαξογνωμώ 2. μεταμελούμαι, μετανιώνω 3. συγχύζομαι, τά χάνω …   Dictionary of Greek

  • μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μεταγινώσκω — (ΑM μεταγιγνώσκω και μεταγινώσκω) αλλάζω γνώμη, μετανοώ, μεταμελούμαι («μεταγνοὺς ἄν ὀρθῶς βουλεύσαιτο», Αντιφ.) αρχ. 1. γνωρίζω, καταλαβαίνω κάτι πολύ αργά («Ἄτας δ ἀπάταν μεταγνούς», Αισχύλ.) 2. μεταβάλλω, τροποποιώ προηγούμενη απόφαση («μὴ… …   Dictionary of Greek

  • μεταγνώθω — και μεταγνώνω (Μ μετα[γ]νώθω) λυπάμαι για κάτι κακό που έκανα, μεταμελούμαι, μετανοώ μσν. αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω προηγούμενη απόφαση, μετανιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. μετ έγνωσα τού μεταγιγνώσκω, κατά το σχήμα ἔκλωσα: κλώθω …   Dictionary of Greek

  • μεταμέλει — (Α) απρόσ. βλ. μεταμελούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”